- βυκανώ
- βυκανῶ και βουκανῶ (-άω) (Α) [βυκάνη]φυσώ τη βουκάνη, σαλπίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυκάνη — η (AM) το βούκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το λατ. būcina με επίθημα ina κατά το πρότυπο του μηχανή > māchina, ενώ κατ άλλους βυκάνη < *būcana, από την Ελληνική της Κάτω Ιταλίας. ΠΑΡ. βυκανητής αρχ. βυκανώ] … Dictionary of Greek
βυκάνημα — βυκάνημα, το (Α) [βυκανώ] το σάλπισμα … Dictionary of Greek
βυκανητής — και βυκανιστής, ο (AM βυκανητής και βυκανιστής) ο σαλπιγκτής νεοελλ. ο μυς που αποτελεί το υπόστρωμα της παρειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυκανητής < βυκανώ, ενώ ο τ. βυκανιστής φαίνεται ως παράγωγο ενός ρ. βυκανίζω «σαλπίζω», το οποίο όμως μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
ιβυκανίζω — ἰβυκανίζω (Α) [ιβυκάνη] βυκανώ* … Dictionary of Greek